- μαλάγρα
- ημίγμα από ζύμη διαφόρων ουσιών, όπως ψωμιού, τυριού, ψαριών και από θαλασσινή άμμο, το οποίο ρίχνουν οι αλιείς στη θάλασα ως δόλωμα, αλλ. πλάνος ή μπασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μαλαγμάγρα (< μάλαγμα + ἄγρα) με απλολογία].
Dictionary of Greek. 2013.